καλάμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλάμι | τα | καλάμια |
| γενική | του | καλαμιού | των | καλαμιών |
| αιτιατική | το | καλάμι | τα | καλάμια |
| κλητική | καλάμι | καλάμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το κοινό καλάμι (το φυτό).

Φράχτης από καλάμια.
Καλάμι ψαρέματος.
Ετυμολογία
- καλάμι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλάμι(ν) < ελληνιστική κοινή καλάμιον < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos < *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈla.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λά‐μι
Ουσιαστικό
καλάμι ουδέτερο
- (φυτό) πολυετές υδροχαρές φυτό με ευλύγιστο κούφιο ξυλώδη βλαστό που φτάνει σε μεγάλο ύψος
- ο ξυλώδης αποξηραμένος βλαστός αυτού του φυτού ή ένα κομμάτι του
- μακρύ και λεπτό κυλινδρικό σύνεργο του ψαρέματος, από την άκρη του οποίου κρέμεται μια πετονιά
- (ανατομία, λαϊκότροπο) το μπροστινό μέρος του οστού της κνήμης
- (αργκό): αυτοσχέδιος αργιλές που φέρει καλάμι αντί μαρκούτσι
Συγγενικά
- αγριοκαλαμιώνας
- αγριοκάλαμο
- αποκαλαμιά
- αποκάλαμο
- ζαχαροκάλαμο
- καλαμάκι
- καλαμαράκι
- καλαμαράς
- καλαμάρι
- καλαμαριά
- καλαμαριέρα
- καλαμένιος
- Καλάμι
- καλαμιά
- καλαμίδι
- καλαμίζω
- καλαμίθρα
- καλαμιώνας
- καλαμοκάνης
- καλαμοπόδαρος
- κάλαμος
- καλαμώνω
- καλαμωτή
- καλαμωτός
- πετροκαλαμίθρα
Συνώνυμα
-
καλάμι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
καλάμι του ψαρέματος
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.