ρόκα
Νέα ελληνικά (el)

Το φυτό ρόκα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρόκα | οι | ρόκες |
| γενική | της | ρόκας | — | |
| αιτιατική | τη | ρόκα | τις | ρόκες |
| κλητική | ρόκα | ρόκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Διάφορες ελληνικές ρόκες
Ετυμολογία
- ρόκα (ηλακάτη) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρόκα < ιταλική rocca
- ρόκα (φυτό) < μεσαιωνική ελληνική ρόκα < ιταλική ruca
Ουσιαστικό
ρόκα θηλυκό
Εκφράσεις
- (λαϊκότροπο) κάνε ρόκα(1) σου: κοίτα τη δουλειά σου
-
ρόκα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ράβδος για γνέσιμο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
