ξεφλουδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφλουδίζω < ξε- + φλούδα + -ίζω

Ρήμα

ξεφλουδίζω

  1. αφαιρώ τη φλούδα από έναν καρπό, συνήθως με το χέρι ή και με τη βοήθεια μαχαιριού
  2. χάνω κομμάτια από το εξωτερικό μου στρώμα
    κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.