ζωοτροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωοτροφή | οι | ζωοτροφές |
| γενική | της | ζωοτροφής | των | ζωοτροφών |
| αιτιατική | τη | ζωοτροφή | τις | ζωοτροφές |
| κλητική | ζωοτροφή | ζωοτροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωοτροφή < μεσαιωνική ελληνική ζωοτροφή < αρχαία ελληνική ζῳοτροφία < ζῷον + τρέφω
Ουσιαστικό
ζωοτροφή θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ζωοτροφείο
- ζωοτροφία
- ζωοτροφικός
- ζωοτρόφος
- → δείτε τις λέξεις ζώο και τρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.