μαγειρείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγειρείο τα μαγειρεία
      γενική του μαγειρείου των μαγειρείων
    αιτιατική το μαγειρείο τα μαγειρεία
     κλητική μαγειρείο μαγειρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγειρείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαγειρεῖον < μαγειρεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ʝiˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαγειρείο

Ουσιαστικό

μαγειρείο ουδέτερο

  1. (και στον πληθυντικό) ο χώρος σε μια μεγαλύτερη εγκατάσταση (όχι όμως σε σπίτι) όπου εργάζονται οι μάγειροι και ετοιμάζεται το φαγητό
    ο επιλοχίας τον έστειλε για αγγαρεία στα μαγειρεία
  2. λαϊκό εστιατόριο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.