βαρύτονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύτονος η βαρύτονη το βαρύτονο
      γενική του βαρύτονου της βαρύτονης του βαρύτονου
    αιτιατική τον βαρύτονο τη βαρύτονη το βαρύτονο
     κλητική βαρύτονε βαρύτονη βαρύτονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύτονοι οι βαρύτονες τα βαρύτονα
      γενική των βαρύτονων των βαρύτονων των βαρύτονων
    αιτιατική τους βαρύτονους τις βαρύτονες τα βαρύτονα
     κλητική βαρύτονοι βαρύτονες βαρύτονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /vaˈɾi.to.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαρύτονος

Ετυμολογία 1

βαρύτονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαρύτονος < βαρύ- + αρχαία ελληνική τόν(ος) + -ος

Επίθετο

βαρύτονος, -η, -ο

  1. (γραμματική) που δεν τονίζεται στη λήγουσα συλλαβή
    βαρύτονα ονόματα τονίζονται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα
  2. (γραμματική, αρχαία ελληνικά)
    1. (για συλλαβή) που τονίζεται με βαρεία
    2. (για λέξη) που δεν τονίζεται στη λήγουσα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

βαρύτονος < (αντιδάνειο) λόγιο δάνειο από την ιταλική baritono < αρχαία ελληνική βαρύτονος (που βγάζει βαθύ ήχο) < βαρύ- + τόν(ος) + -ος

Επίθετο

Απεικόνιση έκτασης φωνής βαρύτονου. Συνήθως sol2 - sol4.

βαρύτονος, -η, -ο

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρύτονος οι βαρύτονοι
      γενική του βαρύτονου των βαρύτονων
    αιτιατική τον βαρύτονο τους βαρύτονους
     κλητική βαρύτονε βαρύτονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βαρύτονος αρσενικό

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαρύτονος τὸ βαρύτονον
      γενική τοῦ/τῆς βαρυτόνου τοῦ βαρυτόνου
      δοτική τῷ/τῇ βαρυτόν τῷ βαρυτόν
    αιτιατική τὸν/τὴν βαρύτονον τὸ βαρύτονον
     κλητική ! βαρύτονε βαρύτονον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαρύτονοι τὰ βαρύτον
      γενική τῶν βαρυτόνων τῶν βαρυτόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαρυτόνοις τοῖς βαρυτόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαρυτόνους τὰ βαρύτον
     κλητική ! βαρύτονοι βαρύτον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαρυτόνω τὼ βαρυτόνω
      γεν-δοτ τοῖν βαρυτόνοιν τοῖν βαρυτόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαρύτονος < βαρύ- + τόν(ος) + -ος

Επίθετο

βαρύτονος, -ος, -ον

  1. (για ήχο)
    1. (για ζώο, άνθρωπο) που έχει βαθειά φωνή
    2. (μουσική) που έχει βαθύ ήχο
  2. (ελληνιστική σημασία γραμματική)
    1. (για εγκλιτικά) που δεν φέρει τόνο
    2. (για συλλαβές) που δεν είναι οξύτονη, δεν φέρει οξεία
    επίρρημα: βαρυτόνως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.