υψίφωνος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpsi.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ψί‐φω‐νος
Επίθετο
- → λείπει η κλίση
υψίφωνος, -η/-ος, -ο
- (μουσική) που η φωνή του κινείται στις ψηλές περιοχές τονικού ύψους
- συνηθέστερα: → δείτε το ουσιαστικό
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υψίφωνος | οι | υψίφωνοι |
| γενική | της | υψιφώνου | των | υψιφώνων |
| αιτιατική | την | υψίφωνο | τις | υψιφώνους |
| κλητική | υψίφωνε | υψίφωνοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
υψίφωνος θηλυκό
- (μουσική, για τραγουδίστρια) συνώνυμο του σοπράνο
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
Μεταφράσεις
υψίφωνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.