σοπράνο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σοπράνο < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την ιταλική soprano. Δείτε και το ιταλικό επίρρημα sorpa, και τη λατινική λέξη super

Προφορά

ΔΦΑ : /soˈpɾa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοπράνο

Επίθετο

σοπράνο άκλιτο (ως πρώτο μέλος πολυλεκτικού ουσιαστικού)

  • (μουσική)
    1. (για ανθρώπινη φωνή) η πιο χαμηλή από τις γυναικείες φωνές μιας χορωδίας
    2. (για μουσικά όργανα) σε μία οικογένεια οργάνων, εκείνο που κινείται στην ψηλότερη περιοχή τονικού ύψους
      το σοπράνο φλάουτο ηχεί σε μι ύφεση, όχι σε ντο
       δείτε και τη λέξη σοπρανίνο

Ουσιαστικό

Σημειώνεται με χρώμα η περιοχή που αντιστοιχεί στις φωνητικές δυνατότητες μιας σοπράνο.

σοπράνο θηλυκό άκλιτο

  1. (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην ψηλότερη περιοχή τονικού ύψους
     συνώνυμα: υψίφωνος
  2. (για πολυφωνική μουσική) η ψηλότερη φωνή από τις τέσσσερις (σοπράνο - άλτο - τενόρος - μπάσος SATB)
    διεθνής συντομογραφία: S
  3. (μουσική σημειογραφία) το μουσικό κλειδί του ντο με το κεντρικό ντο (C4) να γράφεται στην πρώτη γραμμή του πενταγράμμου
    Κλειδί του ντο (C) της σοπράνο.

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.