σοπράνο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοπράνο < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την ιταλική soprano. Δείτε και το ιταλικό επίρρημα sorpa, και τη λατινική λέξη super
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈpɾa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐πρά‐νο
Επίθετο
σοπράνο άκλιτο (ως πρώτο μέλος πολυλεκτικού ουσιαστικού)
Ουσιαστικό
Σημειώνεται με χρώμα η περιοχή που αντιστοιχεί στις φωνητικές δυνατότητες μιας σοπράνο.
σοπράνο θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην ψηλότερη περιοχή τονικού ύψους
- (για πολυφωνική μουσική) η ψηλότερη φωνή από τις τέσσσερις (σοπράνο - άλτο - τενόρος - μπάσος SATB)
- διεθνής συντομογραφία: S
- (μουσική σημειογραφία) το μουσικό κλειδί του ντο με το κεντρικό ντο (C4) να γράφεται στην πρώτη γραμμή του πενταγράμμου
Κλειδί του ντο (C) της σοπράνο.
-
σοπράνο στη Βικιπαίδεια

- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.