baryton

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

baryton < βαρύτονος

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.ʁi.tɔ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
baryton barytons

baryton (fr) αρσενικό

  1. (γραμματική) σπάνιο, λέξη που δεν τονίζεται στη λήγουσα
     αντώνυμα: oxyton
  2. ο βαρύτονος



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

baryton (pl) αρσενικό

  1. βαρύτονος

Συγγενικά

  • barytonowo
  • barytonowy



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

baryton (cs) αρσενικό

  1. βαρύτονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.