μέτζο σοπράνο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέτζο σοπράνο < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την ιταλική mezzosoprano < mezzo- (μεσο-, ημι-) + soprano

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.d͡zo soˈpɾa.no/

Ουσιαστικό

Σημειώνεται με χρώμα η περιοχή που αντιστοιχεί στις φωνητικές δυνατότητες μιας μέτζο σοπράνο.

μέτζο σοπράνο θηλυκό άκλιτο

  1. (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην περιοχή τονικού ύψους χαμηλότερη από τη σοπράνο αλλά ψηλότερη από την κοντράλτο
     συνώνυμα: μεσόφωνος
  2. Κλειδί του ντο (C) της μέτζο σοπράνο.
    (μουσική σημειογραφία) το μουσικό κλειδί του ντο με το κεντρικό ντο (C4) να γράφεται στη δεύτερη γραμμή του πενταγράμμου
     δείτε  το κλειδί της άλτο

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.