μπάσος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπάσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική basso + -ς
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈba.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐σος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπάσος | η | μπάσα | το | μπάσο |
| γενική | του | μπάσου | της | μπάσας | του | μπάσου |
| αιτιατική | τον | μπάσο | την | μπάσα | το | μπάσο |
| κλητική | μπάσε | μπάσα | μπάσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπάσοι | οι | μπάσες | τα | μπάσα |
| γενική | των | μπάσων | των | μπάσων | των | μπάσων |
| αιτιατική | τους | μπάσους | τις | μπάσες | τα | μπάσα |
| κλητική | μπάσοι | μπάσες | μπάσα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
μπάσος, -α, -ο
- για ήχο χαμηλής συχνότητας
- που έχει βαθιά φωνή
Συγγενικά
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπάσος | οι | μπάσοι |
| γενική | του | μπάσου | των | μπάσων |
| αιτιατική | τον | μπάσο | τους | μπάσους |
| κλητική | μπάσε | μπάσοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
μπάσος
- (μουσική)
- τραγουδιστής με βαθιά φωνή
- το κλειδί του φα, ή το κλειδί του μπάσου
- η φωνή#μουσική ανθρώπου ή ήχος οργάνου που εκτείνεται στη χαμηλότερη περιοχή
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
Πηγές
- μπάσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.