μπάσος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπάσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική basso +
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈba.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπάσος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπάσος η μπάσα το μπάσο
      γενική του μπάσου της μπάσας του μπάσου
    αιτιατική τον μπάσο την μπάσα το μπάσο
     κλητική μπάσε μπάσα μπάσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπάσοι οι μπάσες τα μπάσα
      γενική των μπάσων των μπάσων των μπάσων
    αιτιατική τους μπάσους τις μπάσες τα μπάσα
     κλητική μπάσοι μπάσες μπάσα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μπάσος, -α, -ο

  1. για ήχο χαμηλής συχνότητας
     συνώνυμα: βαθύς
  2. που έχει βαθιά φωνή

Συγγενικά

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάσος οι μπάσοι
      γενική του μπάσου των μπάσων
    αιτιατική τον μπάσο τους μπάσους
     κλητική μπάσε μπάσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μπάσος

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.