τενόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τενόρος | οι | τενόροι |
| γενική | του | τενόρου | των | τενόρων |
| αιτιατική | τον | τενόρο | τους | τενόρους |
| κλητική | τενόρε | τενόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /teˈno.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐νό‐ρος
Ουσιαστικό
τενόρος αρσενικό
- (μουσική, επάγγελμα) ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και του λυρικού θεάτρου, του οποίου η φυσική φωνή εκτείνεται σε οκτάβες υψηλότερες από του βαρυτόνου, αλλά χαμηλότερες από του κόντρα τενόρου (και παλαιότερα του καστράτου)
- ※ Τί βαρύτονοι τενόροι καὶ ἀφράταις πριμαδόναις! / Διατρέχει τοὺς πενῆντα καὶ ἡ μᾶλλον νεωτέρα, / καὶ τὸ θέατρον κουνιέται σὰν ἀρχίζουν ἡ γοργόναις / μὲ τῇς ἄγριαις φωναῖς των νὰ μᾶς κλαῖνε τὸν πατέρα. (Γεώργιος Σουρής, Δημόσια θεάματα, 1885)
- είδος κλάξον ή κόρνας δύο τόνων
-
τενόρος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.