χειρωνακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειρωνακτικός | η | χειρωνακτική | το | χειρωνακτικό |
| γενική | του | χειρωνακτικού | της | χειρωνακτικής | του | χειρωνακτικού |
| αιτιατική | τον | χειρωνακτικό | τη | χειρωνακτική | το | χειρωνακτικό |
| κλητική | χειρωνακτικέ | χειρωνακτική | χειρωνακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειρωνακτικοί | οι | χειρωνακτικές | τα | χειρωνακτικά |
| γενική | των | χειρωνακτικών | των | χειρωνακτικών | των | χειρωνακτικών |
| αιτιατική | τους | χειρωνακτικούς | τις | χειρωνακτικές | τα | χειρωνακτικά |
| κλητική | χειρωνακτικοί | χειρωνακτικές | χειρωνακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειρωνακτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειρωνακτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.na.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐να‐κτι‐κός
Παράγωγα
- χειρωνακτικά (επίρρημα)
Συγγενικά
Πηγές
- χειρωνακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χειρωνακτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χειρωνακτικός | ἡ | χειρωνακτική | τὸ | χειρωνακτικόν |
| γενική | τοῦ | χειρωνακτικοῦ | τῆς | χειρωνακτικῆς | τοῦ | χειρωνακτικοῦ |
| δοτική | τῷ | χειρωνακτικῷ | τῇ | χειρωνακτικῇ | τῷ | χειρωνακτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | χειρωνακτικόν | τὴν | χειρωνακτικήν | τὸ | χειρωνακτικόν |
| κλητική ὦ! | χειρωνακτικέ | χειρωνακτική | χειρωνακτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | χειρωνακτικοί | αἱ | χειρωνακτικαί | τὰ | χειρωνακτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | χειρωνακτικῶν | τῶν | χειρωνακτικῶν | τῶν | χειρωνακτικῶν |
| δοτική | τοῖς | χειρωνακτικοῖς | ταῖς | χειρωνακτικαῖς | τοῖς | χειρωνακτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | χειρωνακτικούς | τὰς | χειρωνακτικᾱ́ς | τὰ | χειρωνακτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | χειρωνακτικοί | χειρωνακτικαί | χειρωνακτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειρωνακτικώ | τὼ | χειρωνακτικᾱ́ | τὼ | χειρωνακτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | χειρωνακτικοῖν | τοῖν | χειρωνακτικαῖν | τοῖν | χειρωνακτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- χειρωνακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.