αφομοίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφομοίωση | οι | αφομοιώσεις |
| γενική | της | αφομοίωσης* | των | αφομοιώσεων |
| αιτιατική | την | αφομοίωση | τις | αφομοιώσεις |
| κλητική | αφομοίωση | αφομοιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφομοιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφομοίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφομοίωσις (εξομοίωση, σύγκριση) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική assimilation [1] Μορφολογικά, αφ-, ομοίωση
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.foˈmi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐μοί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
αφομοίωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος αφομοιώνω
- η πρόσληψη ξένων στοιχείων από έναν οργανισμό, άτομο, σύνολο και η μετατροπή τους σε οργανικά στοιχεία αυτού που τα προσλαμβάνει
- η πρόσληψη θρεπτικών συστατικών τα οποία μέσω της πέψης μετασχηματίζονται και χρησιμοποιούνται ως δομικά συστατικά του οργανισμού
- η σε βάθος απόκτηση γνώσεων, οι οποίες αποτελούν πια ένα συνεκτικό σύνολο και σταθερό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας
- η πρόσληψη ξένων πολιτιστικών στοιχείων, τα οποία βαθμιαία μετασχηματίζονται και επηρεάζουν τη διαμόρφωση του πολιτισμού του λαού που τα προσλαμβάνει
- η ενσωμάτωση ξένων στοιχείων σε ένα κοινωνικό σύνολο, τα οποία χάνουν πια την ιδιαιτερότητά τους
- (γλωσσολογία, φωνολογία) το φαινόμενο κατά το οποίο ένας φθόγγος μεταβάλλεται ώστε να γίνει όμοιος με κάποιον γειτονικό του
- η πρόσληψη ξένων στοιχείων από έναν οργανισμό, άτομο, σύνολο και η μετατροπή τους σε οργανικά στοιχεία αυτού που τα προσλαμβάνει
- χρήση του όρου «afomo;ivsh» στο Βικιλεξικό
- περιπτώσεις αφομοίωσης στο Λεξικό 'Τριανταφυλλίδη'[1]
Μεταφράσεις
αφομοίωση
Αναφορές
- αφομοίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- αφομοίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφομοίωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αφομοίωση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.