βαναυσότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαναυσότητα οι βαναυσότητες
      γενική της βαναυσότητας των βαναυσοτήτων
    αιτιατική τη βαναυσότητα τις βαναυσότητες
     κλητική βαναυσότητα βαναυσότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαναυσότητα < βάναυσος + -ότης/-ότητα

Ουσιαστικό

βαναυσότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του βάναυσου
  2. βάναυση ενέργεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.