αγροίκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροίκος η αγροίκα το αγροίκο
      γενική του αγροίκου της αγροίκας του αγροίκου
    αιτιατική τον αγροίκο την αγροίκα το αγροίκο
     κλητική αγροίκε αγροίκα αγροίκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροίκοι οι αγροίκες τα αγροίκα
      γενική των αγροίκων των αγροίκων των αγροίκων
    αιτιατική τους αγροίκους τις αγροίκες τα αγροίκα
     κλητική αγροίκοι αγροίκες αγροίκα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγροίκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγροικος / ἀγροῖκος < ἀγρός (αγρός) + οἶκος[1] (οἰκέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγροίκος

Επίθετο

αγροίκος, -α, -ο (δημωδώς και αγροίκιος)

  • χωρίς καλούς τρόπους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.