carro

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

carro < (κληρονομημένο) λατινική carrus (κάρο) < απώτατη αρχή: γαλατική < πρωτοκελτική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή  και δείτε τη λέξη carrus

Ουσιαστικό

carro (it) αρσενικό (πληθυντικός: carri)

Παράγωγα

Πηγές



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

carrō (la)



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
carro carros

Προφορά

 

Ουσιαστικό

carro (pt) αρσενικό

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.