car

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
car cars

Ουσιαστικό

car (en)

  • (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο, το αμάξι
    a two-seater/four-seater (car) - διθέσιο/τετραθέσιο αυτοκίνητο
    a sports car - σπορ αυτοκίνητο
    a race/racing car - αγωνιστικό αυτοκίνητο
    a police car - αστυνομικό αυτοκίνητο
    a passenger car - επιβατικό αυτοκίνητο
    a used car - μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
    Athens is connected to Chalkida by car and by train.
    Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
     συνώνυμα: automobile (και αμερικανικά αγγλικά), motor car (και βρετανικά αγγλικά)

Υπερώνυμα

Σύνθετα

Πηγές



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

car (bs)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Σύνδεσμος

car (fr)

Ουσιαστικό

car (fr)

Πηγές



Καταλανικά (ca)

Σύνδεσμος

car (ca)



Παλαιά γαλλικά (fro)

Σύνδεσμος

car



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sar/
 

Ουσιαστικό

car (pl) αρσενικό

Συγγενικά

  • carat
  • carski
  • carstwo
  • caryca
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.