αυτοκινητοδρόμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτοκινητοδρόμιο τα αυτοκινητοδρόμια
      γενική του αυτοκινητοδρομίου
& αυτοκινητοδρόμιου
των αυτοκινητοδρομίων
    αιτιατική το αυτοκινητοδρόμιο τα αυτοκινητοδρόμια
     κλητική αυτοκινητοδρόμιο αυτοκινητοδρόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοκινητοδρόμιο < αυτοκίνητο + -ο- + -δρόμιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autodrome)

Ουσιαστικό

αυτοκινητοδρόμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.