coche

Γαλικιανά (gl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

coche (gl)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
coche coches

Προφορά

ΔΦΑ : /kɔʃ/

Ετυμολογία 1

coche < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kutsche ή βενετική cochio (ιταλική cocchio) < ουγγρική kocsi (άμαξα, αυτοκίνητο) < ουγγρικό χωριό Kocs  και δείτε περισσότερα στο κόουτς

Ουσιαστικό

coche (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

Ετυμολογία 2

coche < (άμεσο δάνειο) ιταλική cocca

Ουσιαστικό

coche (fr) θηλυκό

Πηγές



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
coche coches

Ετυμολογία

coche < μέση γαλλική coche  και δείτε περισσότερα στο κόουτς

Ουσιαστικό

coche (es) αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.