μηχανοκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηχανοκίνητος | η | μηχανοκίνητη | το | μηχανοκίνητο |
| γενική | του | μηχανοκίνητου | της | μηχανοκίνητης | του | μηχανοκίνητου |
| αιτιατική | τον | μηχανοκίνητο | τη | μηχανοκίνητη | το | μηχανοκίνητο |
| κλητική | μηχανοκίνητε | μηχανοκίνητη | μηχανοκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηχανοκίνητοι | οι | μηχανοκίνητες | τα | μηχανοκίνητα |
| γενική | των | μηχανοκίνητων | των | μηχανοκίνητων | των | μηχανοκίνητων |
| αιτιατική | τους | μηχανοκίνητους | τις | μηχανοκίνητες | τα | μηχανοκίνητα |
| κλητική | μηχανοκίνητοι | μηχανοκίνητες | μηχανοκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.