αὐτοκίνητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτοκίνητος <  δείτε τις λέξεις αὐτός και κινέω

Επίθετο

αὐτοκίνητος, -ος, -ον

  • αυτός που κινείται μόνος του, με δικές του δυνάμεις
  • πράγματα κινητά τε καὶ ἀκίνητα καὶ αὐτοκίνητα

Συγγενικά

  • αὐτοκινέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.