auto

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

auto (en)

  1. το αυτοκίνητο (κυρίως ως προσδιορισμός)
    an auto mechanic - μηχανικός αυτοκινήτων
  2. η αυτόματη λειτουργία ενός μηχανισμού
    put it on auto - βάλε το στο αυτόματο



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

auto (bs)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
auto autos

auto (fr) θηλυκό

Συνώνυμα



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

auto < συντομογραφία του automobile

Ουσιαστικό

auto (it)

Συνώνυμα



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

auto (nl)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈawtɔ/
 

Ουσιαστικό

auto (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

auto (sr)

  • λατινική γραφή του ауто



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

auto (sk) ουδέτερο



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

auto (cs) ουδέτερο



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

auto (fi)

Συνώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.