αυτοκινητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκινητικός η αυτοκινητική το αυτοκινητικό
      γενική του αυτοκινητικού της αυτοκινητικής του αυτοκινητικού
    αιτιατική τον αυτοκινητικό την αυτοκινητική το αυτοκινητικό
     κλητική αυτοκινητικέ αυτοκινητική αυτοκινητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκινητικοί οι αυτοκινητικές τα αυτοκινητικά
      γενική των αυτοκινητικών των αυτοκινητικών των αυτοκινητικών
    αιτιατική τους αυτοκινητικούς τις αυτοκινητικές τα αυτοκινητικά
     κλητική αυτοκινητικοί αυτοκινητικές αυτοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοκινητικός < αυτοκίνητο + -ικός

Επίθετο

αυτοκινητικός

  1. που κινείται μόνος του
  2. που έχει σχέση με το αυτοκίνητο ή τον αυτοκινητιστή
    άλλες μορφές: αυτοκινητιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.