кола
Βουλγαρικά (bg)
Ουσιαστικό
кола
(bg)
αυτοκίνητο
Σερβικά (sr)
Ουσιαστικό
кола
(sr)
(
λατινική γραφή:
kola
)
ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό
το
αυτοκίνητο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.