αυτοκινητάμαξα

Νέα ελληνικά (el)

Ντιζελοκίνητη αυτοκινητάμαξα στην Καλαμπάκα, με φόντο τα Μετέωρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκινητάμαξα οι αυτοκινητάμαξες
      γενική της αυτοκινητάμαξας των αυτοκινηταμαξών
    αιτιατική την αυτοκινητάμαξα τις αυτοκινητάμαξες
     κλητική αυτοκινητάμαξα αυτοκινητάμαξες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. αυτοκινητάμαξα < (καθαρεύουσα) αυτοκίνητος + άμαξα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική automotrice)
  2. αυτοκινητάμαξα < αυτοκίνητο + άμαξα

Ουσιαστικό

αυτοκινητάμαξα θηλυκό

  1. αυτοκινούμενο επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα, βαγόνι τρένου που διαθέτει δική του μηχανή
     συνώνυμα: οτομοτρίς / ωτομοτρίς
  2. αυτοκινητοφόρο φορτηγό, καθώς και τα ρυμουλκούμενα από τράκτορα οχήματα φόρτωσης και μεταφοράς αυτοκινήτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.