αυλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
| γενική | της | αυλής | των | αυλών |
| αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
| κλητική | αυλή | αυλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wesleh₂[1] < *h₂wes- (περνώ τη νύχτα) + *-leh₂
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐λή
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ο υπαίθριος χώρος ενός σπιτιού
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.