αυλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυλικός | η | αυλική | το | αυλικό |
| γενική | του | αυλικού | της | αυλικής | του | αυλικού |
| αιτιατική | τον | αυλικό | την | αυλική | το | αυλικό |
| κλητική | αυλικέ | αυλική | αυλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυλικοί | οι | αυλικές | τα | αυλικά |
| γενική | των | αυλικών | των | αυλικών | των | αυλικών |
| αιτιατική | τους | αυλικούς | τις | αυλικές | τα | αυλικά |
| κλητική | αυλικοί | αυλικές | αυλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυλικός < (ελληνιστική κοινή) αὐλικός < αρχαία ελληνική αὐλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew- (παρατηρώ, κοιτάζω, φυλάγω)
Επίθετο
αυλικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.