προαύλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαύλιος η προαύλια το προαύλιο
      γενική του προαύλιου της προαύλιας του προαύλιου
    αιτιατική τον προαύλιο την προαύλια το προαύλιο
     κλητική προαύλιε προαύλια προαύλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαύλιοι οι προαύλιες τα προαύλια
      γενική των προαύλιων των προαύλιων των προαύλιων
    αιτιατική τους προαύλιους τις προαύλιες τα προαύλια
     κλητική προαύλιοι προαύλιες προαύλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προαύλιος < ελληνιστική κοινή προαύλιος[1]

Επίθετο

προαύλιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. προαύλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.