αύλειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αύλειος | η | αύλεια | το | αύλειο |
| γενική | του | αύλειου | της | αύλειας | του | αύλειου |
| αιτιατική | τον | αύλειο | την | αύλεια | το | αύλειο |
| κλητική | αύλειε | αύλεια | αύλειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αύλειοι | οι | αύλειες | τα | αύλεια |
| γενική | των | αύλειων | των | αύλειων | των | αύλειων |
| αιτιατική | τους | αύλειους | τις | αύλειες | τα | αύλεια |
| κλητική | αύλειοι | αύλειες | αύλεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αύλειος < αρχαία ελληνική αὔλειος[1] < αὐλή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.vli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αύ‐λει‐ος
Επίθετο
αύλειος, -α, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.