αυλοκόλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυλοκόλακας | οι | αυλοκόλακες |
| γενική | του | αυλοκόλακα | των | αυλοκολάκων |
| αιτιατική | τον | αυλοκόλακα | τους | αυλοκόλακες |
| κλητική | αυλοκόλακα | αυλοκόλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αυλοκόλακας αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.