αυλάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυλάρχης οι αυλάρχες
      γενική του αυλάρχη των αυλαρχών
    αιτιατική τον αυλάρχη τους αυλάρχες
     κλητική αυλάρχη αυλάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλάρχης < (ελληνιστική κοινή) αὐλάρχης < αὐλή + -άρχης

Ουσιαστικό

αυλάρχης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.