αυλότοιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυλότοιχος οι αυλότοιχοι
      γενική του αυλότοιχου των αυλότοιχων
    αιτιατική τον αυλότοιχο τους αυλότοιχους
     κλητική αυλότοιχε αυλότοιχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλότοιχος < αυλή + -ο- + τοίχος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvlo.ti.xos/

Ουσιαστικό

αυλότοιχος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.