προαύλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προαύλιο | τα | προαύλια |
| γενική | του | προαύλιου & προαυλίου |
των | προαύλιων & προαυλίων |
| αιτιατική | το | προαύλιο | τα | προαύλια |
| κλητική | προαύλιο | προαύλια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προαύλιο < ελληνιστική κοινή προαύλιον < πρό + αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈa.vli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐αύ‐λι‐ο
Ουσιαστικό
προαύλιο ουδέτερο
- ο υπαίθριος, ακάλυπτος και συνήθως περιφραγμένος χώρος ενός (δημοσίου ή ιδιωτικού) οικοδομήματος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- προαυλίζομαι
- προαύλιος
- προαυλισμός
- → δείτε τις λέξεις προ και αυλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.