περίαυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περίαυλος οι περίαυλοι
      γενική του περίαυλου των περίαυλων
    αιτιατική τον περίαυλο τους περίαυλους
     κλητική περίαυλε περίαυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίαυλος < ελληνιστική κοινή περίαυλον

Ουσιαστικό

περίαυλος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.