προαυλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προαυλίζομαι < ελληνιστική κοινή προαυλίζομαι ή προαύλιο + -ίζομαι
Ρήμα
προαυλίζομαι[1] (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
- προαυλισμός
- → δείτε τις λέξεις προαύλιο και αυλή
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προαυλίζομαι | προαυλιζόμουν(α) | θα προαυλίζομαι | να προαυλίζομαι | ||
| β' ενικ. | προαυλίζεσαι | προαυλιζόσουν(α) | θα προαυλίζεσαι | να προαυλίζεσαι | (προαυλίζου) | |
| γ' ενικ. | προαυλίζεται | προαυλιζόταν(ε) | θα προαυλίζεται | να προαυλίζεται | ||
| α' πληθ. | προαυλιζόμαστε | προαυλιζόμαστε προαυλιζόμασταν |
θα προαυλιζόμαστε | να προαυλιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προαυλίζεστε | προαυλιζόσαστε προαυλιζόσασταν |
θα προαυλίζεστε | να προαυλίζεστε | (προαυλίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προαυλίζονται | προαυλίζονταν προαυλιζόντουσαν |
θα προαυλίζονται | να προαυλίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προαυλίστηκα | θα προαυλιστώ | να προαυλιστώ | προαυλιστεί | ||
| β' ενικ. | προαυλίστηκες | θα προαυλιστείς | να προαυλιστείς | προαυλίσου | ||
| γ' ενικ. | προαυλίστηκε | θα προαυλιστεί | να προαυλιστεί | |||
| α' πληθ. | προαυλιστήκαμε | θα προαυλιστούμε | να προαυλιστούμε | |||
| β' πληθ. | προαυλιστήκατε | θα προαυλιστείτε | να προαυλιστείτε | προαυλιστείτε | ||
| γ' πληθ. | προαυλίστηκαν προαυλιστήκαν(ε) |
θα προαυλιστούν(ε) | να προαυλιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προαυλιστεί | είχα προαυλιστεί | θα έχω προαυλιστεί | να έχω προαυλιστεί | προαυλισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προαυλιστεί | είχες προαυλιστεί | θα έχεις προαυλιστεί | να έχεις προαυλιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προαυλιστεί | είχε προαυλιστεί | θα έχει προαυλιστεί | να έχει προαυλιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προαυλιστεί | είχαμε προαυλιστεί | θα έχουμε προαυλιστεί | να έχουμε προαυλιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προαυλιστεί | είχατε προαυλιστεί | θα έχετε προαυλιστεί | να έχετε προαυλιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προαυλιστεί | είχαν προαυλιστεί | θα έχουν προαυλιστεί | να έχουν προαυλιστεί | ||
Μεταφράσεις
προαυλίζομαι
|
|
- προαυλίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.