αμίαντος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. αμίαντος (επίθετο) < αρχαία ελληνική ἀμίαντος < ἀ- + μιαίνω
  2. αμίαντος (ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ἀμίαντος (ουσιαστικό) < ἀμίαντος (επίθετο) < ἀ- + μιαίνω
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμίαντος η αμίαντη το αμίαντο
      γενική του αμίαντου της αμίαντης του αμίαντου
    αιτιατική τον αμίαντο την αμίαντη το αμίαντο
     κλητική αμίαντε αμίαντη αμίαντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμίαντοι οι αμίαντες τα αμίαντα
      γενική των αμίαντων των αμίαντων των αμίαντων
    αιτιατική τους αμίαντους τις αμίαντες τα αμίαντα
     κλητική αμίαντοι αμίαντες αμίαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

αμίαντος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Ορυκτός λευκός αμίαντος (σερπεντίνης) πάνω σε μοσχοβίτη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμίαντος οι αμίαντοι
      γενική του αμίαντου
& αμιάντου
των αμίαντων
& αμιάντων
    αιτιατική τον αμίαντο τους αμίαντους
& αμιάντους
     κλητική αμίαντε αμίαντοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αμίαντος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ορυκτολογία) ομάδα διαφορετικών πυριτικών ορυκτών που αποτελούνται από ίνες, που παλιότερα χρησιμοποιούνταν συχνά, σήμερα όμως η χρήση τους έχει απαγορευθεί, επειδή η εισπνοή τους προκαλεί καρκίνο των πνευμόνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.