άσπιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπιλος η άσπιλη το άσπιλο
      γενική του άσπιλου της άσπιλης του άσπιλου
    αιτιατική τον άσπιλο την άσπιλη το άσπιλο
     κλητική άσπιλε άσπιλη άσπιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσπιλοι οι άσπιλες τα άσπιλα
      γενική των άσπιλων των άσπιλων των άσπιλων
    αιτιατική τους άσπιλους τις άσπιλες τα άσπιλα
     κλητική άσπιλοι άσπιλες άσπιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσπιλος < αρχαία ελληνική ἄσπιλος < ἀ- στερητικό + σπίλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.spi.los/

Επίθετο

άσπιλος, -η, -ο

  1. (μεταφορικά) που δε βαρύνεται από καμιά ηθική κηλίδα, άμεμπτος
  2. (κυριολεκτικά) καθαρός, ακηλίδωτος
      Σελίδα λευκή σαν άσπιλο χιόνι,
    κάτι τελειώνει σε κίνηση αργή.
    Κι αυτό που θα ’ρθει δε μοιάζει ούτε δείχνει,
    αχνά αφήνει ίχνη σε άμμο καυτή.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Σελίδα λευκή, (1996) Παντελής Θεοχαρίδης, στίχοι: Παρασκευάς Καρασούλος, album: Μικρή Πατρίδα.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.