αμιάντινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμιάντινος η αμιάντινη το αμιάντινο
      γενική του αμιάντινου της αμιάντινης του αμιάντινου
    αιτιατική τον αμιάντινο την αμιάντινη το αμιάντινο
     κλητική αμιάντινε αμιάντινη αμιάντινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμιάντινοι οι αμιάντινες τα αμιάντινα
      γενική των αμιάντινων των αμιάντινων των αμιάντινων
    αιτιατική τους αμιάντινους τις αμιάντινες τα αμιάντινα
     κλητική αμιάντινοι αμιάντινες αμιάντινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμιάντινος < αμίαντος + -ινος < αρχαία ελληνική ἀμίαντος

Επίθετο

αμιάντινος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.