ίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ίνα | οι | ίνες |
| γενική | της | ίνας | των | ινών |
| αιτιατική | την | ίνα | τις | ίνες |
| κλητική | ίνα | ίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- ίνα < αρχαία ελληνική ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s (δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)
Ουσιαστικό
ίνα θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- ίνα < αρχαία ελληνική ἵνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.