μιαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μιαίνω < συγγενική ρίζα με το <<μύδος>> (=υγρασία , σήψις , μούχλα ) .

Ρήμα

μιαίνω

  1. επιδρώ βλαπτικά από ηθική και πνευματική άποψη
  2. παραβιάζω ή προσβάλλω την ιερότητα ή την αξία ενός θεσμού, τόπου, προσώπου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.