βεβηλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βεβηλωμένος | η | βεβηλωμένη | το | βεβηλωμένο |
| γενική | του | βεβηλωμένου | της | βεβηλωμένης | του | βεβηλωμένου |
| αιτιατική | τον | βεβηλωμένο | τη | βεβηλωμένη | το | βεβηλωμένο |
| κλητική | βεβηλωμένε | βεβηλωμένη | βεβηλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βεβηλωμένοι | οι | βεβηλωμένες | τα | βεβηλωμένα |
| γενική | των | βεβηλωμένων | των | βεβηλωμένων | των | βεβηλωμένων |
| αιτιατική | τους | βεβηλωμένους | τις | βεβηλωμένες | τα | βεβηλωμένα |
| κλητική | βεβηλωμένοι | βεβηλωμένες | βεβηλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βεβηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βεβηλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.