άχραντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχραντος η άχραντη το άχραντο
      γενική του άχραντου της άχραντης του άχραντου
    αιτιατική τον άχραντο την άχραντη το άχραντο
     κλητική άχραντε άχραντη άχραντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχραντοι οι άχραντες τα άχραντα
      γενική των άχραντων των άχραντων των άχραντων
    αιτιατική τους άχραντους τις άχραντες τα άχραντα
     κλητική άχραντοι άχραντες άχραντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άχραντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄχραντος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.xɾan.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άχραντος

Επίθετο

άχραντος, -η, -ο

Σημειώσεις

  • Για την εκκλησιαστική γλώσσα  δείτε ἄχραντος

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.