αμιαντωρυχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμιαντωρυχείο τα αμιαντωρυχεία
      γενική του αμιαντωρυχείου των αμιαντωρυχείων
    αιτιατική το αμιαντωρυχείο τα αμιαντωρυχεία
     κλητική αμιαντωρυχείο αμιαντωρυχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμιαντωρυχείο < αμίαντος + ορυχείο

Ουσιαστικό

αμιαντωρυχείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.