αμιαντοτσιμεντοσωλήνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμιαντοτσιμεντοσωλήνας οι αμιαντοτσιμεντοσωλήνες
      γενική του αμιαντοτσιμεντοσωλήνα των αμιαντοτσιμεντοσωλήνων
    αιτιατική τον αμιαντοτσιμεντοσωλήνα τους αμιαντοτσιμεντοσωλήνες
     κλητική αμιαντοτσιμεντοσωλήνα αμιαντοτσιμεντοσωλήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμιαντοτσιμεντοσωλήνας < αμίαντ(ος) + -ο- + τσιμέντ(ο) + -ο- + σωλήνας

Προφορά

ΔΦΑ : /a.mi.an.do.t͡si.men.do.soˈli.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμιαντοτσιμεντοσωλήνας

Ουσιαστικό

αμιαντοτσιμεντοσωλήνας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.