εισπνοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισπνοή οι εισπνοές
      γενική της εισπνοής των εισπνοών
    αιτιατική την εισπνοή τις εισπνοές
     κλητική εισπνοή εισπνοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισπνοή < αρχαία ελληνική εἰσπνοή < εἰς + πνοή

Ουσιαστικό

εισπνοή θηλυκό

  1. φάση της αναπνοής, κατά την οποία εισάγεται αέρας στους πνεύμονες
  2. διαδικασία εισαγωγή φαρμακευτικής ουσίας στον οργανισμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.