εισπνοή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εισπνοή | οι | εισπνοές |
| γενική | της | εισπνοής | των | εισπνοών |
| αιτιατική | την | εισπνοή | τις | εισπνοές |
| κλητική | εισπνοή | εισπνοές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εισπνοή < αρχαία ελληνική εἰσπνοή < εἰς + πνοή
Ουσιαστικό
εισπνοή θηλυκό
- φάση της αναπνοής, κατά την οποία εισάγεται αέρας στους πνεύμονες
- διαδικασία εισαγωγή φαρμακευτικής ουσίας στον οργανισμό
Συγγενικά
- εισπνέω
- εισπνεόμενο
- εισπνεόμενος
- εισπνευστικός
- → δείτε τις λέξεις εις και πνοή
Μεταφράσεις
εισπνοή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.