ευγενές αέριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευγενές αέριο τα ευγενή αέρια
      γενική του ευγενούς αερίου των ευγενών αερίων
    αιτιατική το ευγενές αέριο τα ευγενή αέρια
     κλητική ευγενές αέριο ευγενή αέρια
Παράρτημα:Ουσιαστικά
όλα τα ευγενή αέρια βρίσκονται στη τελευταία ομάδα του περιοδικού πίνακα

Ετυμολογία

ευγενές αέριο < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Edelgas < edel (ευγενής) + Gas (αέριο)

Πολυλεκτικός όρος

ευγενές αέριο ουδέτερο

Λίστα ευγενών αερίων

  1. ήλιο / ήλιον
  2. νέον
  3. αργό
  4. κρυπτό
  5. ξένο
  6. ραδόνιο
  7. ογκανέσσιο (θεωρητικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.