ευγενές αέριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευγενές αέριο | τα | ευγενή αέρια |
| γενική | του | ευγενούς αερίου | των | ευγενών αερίων |
| αιτιατική | το | ευγενές αέριο | τα | ευγενή αέρια |
| κλητική | ευγενές αέριο | ευγενή αέρια | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

όλα τα ευγενή αέρια βρίσκονται στη τελευταία ομάδα του περιοδικού πίνακα
Ετυμολογία
- ευγενές αέριο < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Edelgas < edel (ευγενής) + Gas (αέριο)
Πολυλεκτικός όρος
ευγενές αέριο ουδέτερο
- (χημεία) μονοατομικά χημικά στοιχεία που δεν αντιδρούν με άλλα στοιχεία κάτω από κανονικές συνθήκες
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
ευγενή αέρια στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.