ήλιον
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία 1
- ήλιον < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἥλιον (η λέξη μαρτυρείται από το 1895[1]) < νεολατινική helium < αρχαία ελληνική ἥλ(ιος) + -um (-ιον) [2] (Η ονομασία προέκυψε από τον ήλιο, επειδή θεωρήθηκε ότι το στοιχείο υπάρχει κυρίως σε αυτόν.)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.li.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐λι‐ον
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ήλιον | τα | ήλια |
| γενική | του | ηλίου | των | ηλίων |
| αιτιατική | το | ήλιον | τα | ήλια |
| κλητική | ήλιον | ήλια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ήλιον
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ήλιον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.