ακροτελεύτιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροτελεύτιος η ακροτελεύτια το ακροτελεύτιο
      γενική του ακροτελεύτιου της ακροτελεύτιας του ακροτελεύτιου
    αιτιατική τον ακροτελεύτιο την ακροτελεύτια το ακροτελεύτιο
     κλητική ακροτελεύτιε ακροτελεύτια ακροτελεύτιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροτελεύτιοι οι ακροτελεύτιες τα ακροτελεύτια
      γενική των ακροτελεύτιων των ακροτελεύτιων των ακροτελεύτιων
    αιτιατική τους ακροτελεύτιους τις ακροτελεύτιες τα ακροτελεύτια
     κλητική ακροτελεύτιοι ακροτελεύτιες ακροτελεύτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακροτελεύτιος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀκροτελεύτιον

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.teˈle.fti.os/

Επίθετο

ακροτελεύτιος, -α , -ο

  1. που βρίσκεται στο άκρο, ο τελευταίος, ο τελικός
    το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος είναι το υπ' αριθμόν 120 κατά το οποίο η τήρηση του Καταστατικού Χάρτη επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων
  2. ο τελευταίος που απομένει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.