μέχρις εσχάτων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέχρις εσχάτων < λείπει η ετυμολογία  δείτε τις λέξεις μέχρις, μέχρι και εσχάτων, γενική πληθυντικού του έσχατος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmexɾi eˈsxaton/

Έκφραση

μέχρις εσχάτων

  1. (λόγιο) μέχρι τέλους
  2. (λόγιο, μεταφορικά) ό,τι κι αν στοιχίσει (για πόλεμο, αγώνα κοινωνικό ή και προσωπικά μίση)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.